- λοισθία
- λοισθίᾱ , λοίσθιοςlast.fem nom/voc/acc dualλοισθίᾱ , λοίσθιοςlast.fem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λοίσθια — τα τα τελευταία (λοίσθιος, από το λείπω τελευταίος), μόνο στη φράση «Πνέει τα λοίσθια», χαροπαλεύει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λοίσθια — λοίσθιος last. neut nom/voc/acc pl λοίσθιος last. neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοίσθι' — λοίσθια , λοίσθιος last. neut nom/voc/acc pl λοίσθια , λοίσθιος last. neut nom/voc/acc pl λοίσθιε , λοίσθιος last. masc voc sg λοίσθιε , λοίσθιος last. masc/fem voc sg λοίσθιαι , λοίσθιος last. fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοισθίαν — λοισθίᾱν , λοίσθιος last. fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγγελεύω — [άγγελος] 1. είμαι σαν άγγελος, προσελκύω την αγάπη και τον σεβασμό τών άλλων 2. μέσ. βλέπω τον άγγελο τού θανάτου, αρχίζω να ψυχορραγώ, πνέω τα λοίσθια … Dictionary of Greek
αγγελοβλέπω — βλέπω τον άγγελο τού θανάτου κατά τις τελευταίες στιγμές τής ζωής μου, ψυχορραγώ, πνέω τα λοίσθια. [ΕΤΥΜΟΛ. < άγγελος + βλέπω. ΠΑΡ. αγγελοβλεπούσα] … Dictionary of Greek
αγγελοκρίνομαι — πνέω τα λοίσθια, ψυχορραγώ (λέγεται για τον ετοιμοθάνατο, όταν αυτός στρέφει προς τα επάνω το βλέμμα του, οπότε υποτίθεται ότι βλέπει τον άγγελο που πρόκειται να παραλάβει και να κρίνει την ψυχή του). [ΕΤΥΜΟΛ. < άγγελος + κρίνομαι] … Dictionary of Greek
αγγελοκρούω — Ι. ενεργ. 1. (για τον χάρο) είμαι έτοιμος να αφαιρέσω την ψυχή κάποιου 2. εκφοβίζω, τρομάζω 3. εξολοθρεύω, καταστρέφω II. παθ. 1. πεθαίνω ξαφνικά, βρίσκω αιφνίδιο θάνατο 2. πνέω τα λοίσθια, ψυχορραγώ, παραληρώ 3. τρομάζω, μένω άναυδος από τρόμο.… … Dictionary of Greek
αγγελομαχώ — αγωνίζομαι με τον άγγελο τού θανάτου, ψυχομαχώ, πνέω τα λοίσθια. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγελομάχος < άγγελος + μάχομαι] … Dictionary of Greek
αγγελοπιάνομαι — συλλαμβάνομαι, πιάνομαι από τον άγγελο τού θανάτου, αρχίζω να ψυχορραγώ, πνέω τα λοίσθια. [ΕΤΥΜΟΛ. < άγγελος + πιάνομαι] … Dictionary of Greek